Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 1996

Το καρναβάλι

Το καρναβάλι είναι η μεγάλη αγροτική τελετουργία που εορτάζει την ανακύκληση των εποχών και την αναγέννηση, εορταστική διαλεκτική του θανάτου και της ζωής. Το καρναβάλι συνδέεται με νεκρικές τελετές, καθώς με τη λήξη του αρχίζουν τελετές για τους νεκρούς. Στη Βραζιλία, λ.χ., το καρναβάλι, τόσο ερωτικό, τελειώνει με τη μεγάλη μετάνοια της Τετάρτης των Τεφρών. Στη Νικαράγουα, και γενικότερα στον καθολικό κόσμο, τη Μεγάλη Παρασκευή οι πιστοί ξορκίζουν τη θλίψη ντύνοντας με χρώμα τους δρόμους και τους εαυτούς τους, δίχως να καταστρέφουν το νόημα της ημέρας. Κάθε χρόνο αυτήν τη μέρα φορούν πολύχρωμες μάσκες και κυκλοφορούν στους δρόμους μεταφέροντας ηθοποιό που παριστά τον Χριστό, δημιουργώντας ένα περίεργο πανηγύρι χαρμολύπης. Και όπως στον Σοχό οι κουδουνοφόροι, εμφανή κατάλοιπα του σατυρικού χορού, βγαίνουν αμέσως μετά τα Θεοφάνεια, έτσι και στην Ιταλία οι μάσκες εμφανίζονται την Πρωτοχρονιά, τα Θεοφάνεια, στις 17.1., ημέρα του Αγίου Αντωνίου.

Στο καρναβάλι, είτε αυτό αποκρύπτει το σώμα, είτε το αποκαλύπτει (Βραζιλία), αναστέλλονται οι καθημερινές απαγορεύσεις, ενώ εξαίρεται η γονιμότητα με συμβολικές πράξεις (φαλλοφορία, βωμολοχίες, ταυτόχρονη μίμηση του γάμου και του θανάτου, χοροί, σκώμματα, βιαιοπραγίες, φαγοπότι, μέθη, τρέλα, αντιμετάθεση των κοινωνικών ρόλων, μασκάρεμα). Η γιορτή, το γέλιο, η μάσκα χειραφετούν τον άνθρωπο, ελευθερώνουν το πνεύμα και τον λόγο του από το επίσημο σύστημα με τις απαγορεύσεις και τους ιεραρχικούς φραγμούς του, αντικαθιστούν τη σοβαρότητα με τον ηδονισμό και την κραιπάλη, την άκαμπτη επισημότητα με την άκρα οικειότητα, ξεμασκαρεύουν το ψέμα, την υποκρισία, την απάτη των άλλων και του εαυτού, δεν σέβονται τον θάνατο, αλλά τον γελοιοποιούν, τον αντιμετωπίζουν με το γέλιο και τον ταυτίζουν τελικά με τη ζωή.

Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι το εξής: Η πανώλη που έπληξε την Ευρώπη το 1373 έγινε αφορμή ενός μυστικιστικού χορού που λεγόταν το Καρναβάλι της Απελπισίας. Οι πιστοί ξεκινούσαν μια θλιβερή λιτανεία. σε όλη τη διαδρομή αυτομαστιγώνονταν, ενώ άλλοι χόρευαν και αυτοσχεδίαζαν. Με αυτόν τον τρόπο πίστευαν ότι εξιλεώνονταν και απέτρεπαν το κακό. Συχνά μάλιστα η μακάβρια πομπή μετατρεπόταν σε χορευτική ευφορία. Όταν η ένταση έφτανε στο αποκορύφωμα, κάποιος έπεφτε κάτω και παρίστανε τον νεκρό. Τότε άρχιζε ένας πένθιμος χορός και ακολουθούσε το φιλί της ζωής. Με το φιλί ο νεκρός είτε ανασταινόταν είτε όχι, γιατί αυτός που τον φιλούσε μπορεί να έφερε το μικρόβιο της αρρώστιας που μετέδιδε το φιλί. Αν έμενε νεκρός, η συντροφιά με αστεία και κωμικές κινήσεις προσπαθούσε να τον κάνει να γελάσει και να αναρρώσει.

Το καρναβάλι είναι ένας διάλογος ανάμεσα στο κανονικό και το «άλλο», το αντίθετό του, ανάμεσα στο «πάνω» και το «κάτω» που αφορά την τοπογραφία του σώματος, αλλά και τις δομές και τις αξιολογικές ιεραρχίες της κοινωνίας. Εδώ, τα αντίθετα αντιμετωπίζονται σαν να είναι ανάλογα και οι αντιθέσεις τρέπονται σε ταυτότητες. Στην ουσία, πρόκειται για την πιο βαθιά κατάφαση προς την εσωτερική τάξη του κόσμου, στο μέτρο που η τάξη αυτή θεωρείται ταυτόσημη με την ανανέωση κάθε φθαρμένης μορφής της ζωής και της κοινωνίας. Το καρναβάλι καταργεί τη μονολογική και μονολιθική θεώρηση του ανθρώπου, για να φωτίσει τις αντιφάσεις του, την εσωτερική του πολλαπλότητα και την εγγενή του σχετικότητα.


Αγάπη Ευαγγελίδη, Χοροί του Μεσαίωνα και της Ανaγέννησης, εικονογράφηση Μυρτώ Ευαγγελίδη, Αθήνα, Νεφέλη, 1991.

Γιάννης Κιουρτσάκης, Καρναβάλι και Καραγκιόζης: Οι ρίζες και οι μεταμορφώσεις του λαϊκού γέλιου, Αθήνα, Κέδρος, 1985.


Genevieve Allard - Pierre Leffort, Η μάσκα, μετ. Χρ. Ζήση, Αθήνα, Χατζηνικολή, 1989.

Claude Levi-Strauss, Ο δρόμος της μάσκας, μετ. Ρ. Λεκανίδου-Βαδαλούκα, Αθήνα, Χατζηνικολή, 1981.